Δι-ερμηνεύοντας τα …ακαταλαβίστικα των εκλογών Ιούλη 2019

 Αναδημoσίευση από το 902.gr


Tου Δημήτρη Φεργάδη. Συνταξιούχου. Ιστορικού στελέχους της Βιομηχανίας της ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ σε ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ και MINOS – EMI. Συγγραφέας του βιβλίο: «Με αφορμή την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ. Η Βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα». Εκδόσεις ΚΨΜ.
Δεν είναι πως δεν μιλήσανε οι νεκροί. Μίλησαν. Και μάλιστα πολύ. Και ούτε είναι πως οι «κτίσται» απαγόρευσαν στους ήχους των ρόπτρων και των σημάντρων να φτάσουν ως εμάς.
Είναι που πολλοί -Σειρήνες περιπολικών ηχούν… φυλάξατε Θερμοπύλας- δεν θέλησαν να ακούσουν. Είναι που πολλοί -απορία ψάλτου – βήξ- δεν μπόρεσαν να αναγνώσουν τις χρείες και τα μηνύματα των καιρών. Αμνοί και Όρνιθες. Εμείς…; Έτσι προτίμησαν -ήσυχα και τακτικά- τη σιγουριά του μικρού, του ουδέτερου, του στρογγυλού. Αμνοί και Όρνιθες . Εμείς ..;
Και ούτως, απεκλείσθησαν οι αναμενόμενες -πυξ λάξ- ρηγματώσεις του βάθρου. Και οι καιροί -συναγωνιστές- ου μενετοί. Λογικόν, αύθις, το λογικόν συμπέρασμα. «Μη μου τους κύκλους τάρατε» ή «Βασίλη μ’ κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης» ή επί το βουκολικώτερον. «Σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι, μαραγγιάζει…». Όπερ σε καθημερινά ελληνικά, σήμερα, σημαίνει : Φυλάξου … δύο και τρεις … και πέντε. Φορές.
Όπερ, όπερ και επισυνέβη.
Εμείς, παρά τους ασφυκτικούς εναγκαλισμούς της ανάσας μας από τον λήγοντα χρόνο, αγωνιούμε -πάντα και παντού, θανατερά, παρόντες- για το ανέφικτο και το μεγαλειώδες. Τον ήλιο, τα δέντρα, τον ουρανό. Τη θάλασσα, το αμπέλι, την ελιά… Το τοπίο.
Που έμεινε πάλι μακράν… Κι εμείς καθηλωμένοι -ως η μάνα του Κίτσου;- στο κέντρο ενός πυρακτωμένου πεδίου. Να αναπνέουμε ιώδιο… Και είναι γνωστός ο αίτιος … και ο γιαλός στραβός. Και το αρμένισμα -τότε και τώρα- πρόσω και κόντρα … δύσκολο. Όχι όμως κι αδύνατο. Αντέχουμε.
«Τα θεμέλιά μου στα βουνά. Και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στους ώμους τους..» Αυτά ο ποιητής…
Και εμείς, αφού το καταλάβαμε αυτό, αφού το νιώσαμε αυτό και αφού ξέρουμε πια, πως η ανάγκη δεν γίνεται πάντα φιλότιμο και ούτε που γίνεται, πάντα, ιστορία … αλλά -με ζόρι, ίσως- κάποτε συμβιβασμός, συχνά… αυχενικό, οφείλουμε -κόκκινος αριστερός; …προχώρα …- να πάρουμε σβάρνα πάλι τις ρούγες. Και τις γειτονιές… Και τα γκέμια… από τ’ άλογο του Αχιλλέα…
Να βρούμε λίγο παλλαιϊκά, πολύ «σιωπηλά», λίγο «κουφά», λίγο από «άλλα αντάλλα της Παρασκευής το γάλα» -στην καφετέρια, στο γήπεδο- τρόπους (γίνεται – γίνεται) να φυτέψουμε τα μονοκοτυλήδονα. Πάλι. Και τα δικοτυλήδονα … Πάλι… Στον έμορφο κόρφο, της Μαλάμως (λίγο από Σεφέρη αυτό).
Και τους κήπους τους κρεμαστούς …. Να πάρουμε … πολλούς κήπους… κρεμαστούς. Για να τους μοιράσουμε… Για κάθε μπαλκόνι.
Με κόκκινα, κατακόκκινα γεράνια.
«Κουράστηκα μάνα…». «Λίγο, ακόμα, γιε μου. Λίγο ακόμα… πάρε μόνο νερό… για το δρόμο… Κρατάει η ξηρασία, βλέπεις, γιε μου. Κρατάει…»
«Αιών παις εστί, παίζων πεσσεύων…».
Κι είναι μαζί μας, γιε μου. Ο χρόνος …και το παιδί…
Νάμαστε εκεί, λοιπόν, όταν…
Θάμαστε εκεί, όταν…
Μοιραστείτε: