Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης*
Καλές είναι αυτές οι συνάξεις. Πολύ καλές, μάλιστα. Και μ’αρέσουνε. Πολύ…. Μαθαίνεις. Κάθε τρεις και λίγο (τι σου είναι…η αγάπη) οι έχοντες, οι κατέχοντες, οι κουμαντάροντες, οι πολιτικοί, οι ολιγάρχες και τιναpericolosamente περιττώματα μαζεύονται. Μαζεύονται σε μια μικρή, μικρή (!!!;) – το μάτι σου… – πόλη της Ελβετίας. (Πού να φυτρώσει εκεί ο κίτρινος φλόμος του Γκάτσου). Για να λύσουνε, λέει, δημοκρατικά κι ανθρώπινα όλα τα προβλήματα των πεινώντων, των διψώντων και πονούντων του πλανήτη…τους. Που – κοντά στο νου κι η γνώση – εκείνοι δημιούργησαν.
Λένε (και καλά κάνουν…- εμείς τι κάνουμε) πολλά. Ακόμα και το … κατάμαυρο κοράκι, ο Κίσσινγκερ (έφτασε τα 100 κι η κόλαση δεν τον δέχεται…) λέγεται πως ήταν εκεί. Και μίλησε, παρακαλώ. Για τη σωτηρία (και πώς…) ψυχών στην Ουκρανία. Εδώ… και τώρα. Μάλιστα.
Κι ενώ τα λένε, αυτοί…ως επιθυμούν, βεβαίως, για τους πολλούς… ουδείς από αυτούς τους πολλούς τους καταλαβαίνει. Κι ούτε που τους κόφτει. Τους έχοντες. Ξέρουν αυτοί. Τους καταλαβαίνουν, όμως, και καλά μάλιστα, μόνο οι λίγοι από τους μετέχοντες. Οι δικοί και οι προς ούς… Οι «καλώς» κατέχοντες και οι περί αυτών κολλητοί. Στον κόσμο. Που τα έχουν δημιουργήσει. (Αναγκαία η επανάληψη… δυναμώνει τη μνήμη).
Ο Μπρεχτ πίσω από το γραφείο του, στον τοίχο, είχε κρεμασμένη μια ζωγραφιά. Με την κεφαλή ενός γαϊδάρου. Κι ένα «συννεφάκι» από πάνω του που έγραφε: «Απλά…λέτε τα απλά. Να τα καταλαβαίνω κι εγώ». Αλλά πού… Οι «γάιδαροι», βλέπετε, εδώ δεν ήταν ζωγραφιά.
Για να μην σας κουράσω, τώρα, λοιπόν κι εγώ… επαναλαμβάνοντας αυτά που δεν κατάλαβα κι εγώ … και είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν θα καταλάβετε μήτε κι εσείς, είπα να ασχοληθώ – στο θέμα μας επάνω – με κάτι πιο απλό. Πιο απλό, μεν, αλλά που μπορεί μέσα από αυτό το απλό να καταλάβουμε το … κατιτίς μας πιο σύνθετο. (Θυμηθείτε Μπρεχτ, θυμηθείτε το πειραχτήρι, τον Μώμο, του παππού μας Κώστα Βάρναλη).
Αφού το θέμα, λοιπόν, των συζητήσεων, σχεδόν πάντα είναι για το πώς θα βρεθεί
λύση (!!!) – δεν υπάρχουν παρδαλά κατσίκια στο Νταβός – στο πρόβλημα «θροφής» και ύδατος των λαών, προτείνω…, με αγαπητική αφέλεια, από εδώ και πέρα, παρακαλώ να «κοινοποιείται» -απλά πράματα – μια πρόσθετη πληροφορία – παράδειγμα (μόνο έτσι καταλαβαίνεις…) που θα έκανε, σίγουρα, τα πράγματα πολύ πιο απλά και κατανοητά. Όπως π.χ. μαζί με το ημερήσιο θεματικό πρόγραμμα των συνεδριάσεων (προσέξτε το, παρακαλώ, αυτό) να υπάρχει και ένα συνοδευτικός κατάλογος των «θροφών». Των «θροφών» (άλλωστε δοκιμαστές των αυριανών «θροφών μας» (!!!) είναι….Αυτοί) που θα έθρεφαν τους «Ολύμπιους» κατά τη διαμονή τους εκεί. (Για το … στανιάρισμα, ο λόγος).
Πρωινό, δεκατιανό, lunch, dinner, cocktails, drinks, wine, σαμπάνιες, snacks, caviar, bluelobsters, bluecrabsκαιάλλαπιθανά (άγνωστα σ’εμάς) και πάντα, όμως, «ευγενή» εδέσματα.
Για να καταλάβουμε, τελικά. Κι εμείς. Οι γάιδαροι του Μπρεχτ. Τι, τελικά, μπορούμε να περιμένουμε. Στο όποιο – κοντινό; – μέλλον. Και να κάνουμε όρεξην. Και χαράν μεγάλην.
Που θα πάψουμε να πεινάμε.
Που θα πάψουμε να διψάμε.
Εδώ, όμως… Εδώ και τώρα. Όπου στην τέντα της παλιάς κληματαριάς, κατά πώς μας τα λέει κι ο μεγάλος Νίκος Γκάτσος, μπορεί ακόμα το καλοκαίρι ν’αναπνέει. Εδώ….
Κι όχι στον …Παράδεισο. Που…σίγουρα, εκεί δεν πεινάς. Που σίγουρα, εκεί δεν διψάς. Που σίγουρα, εκεί δεν πονάς και δεν κρυώνεις…γιατί είσαι (και δεν το ξέρεις…) πεθαμένος. (Κάτι από Επίκουρο, μου φαίνεται, θυμίζει αυτό…).
Γι’αυτό, λοιπόν, λέμε. Με πολύν αγάπην. Με ασφυκτικήν, μάλιστα, αγάπην. Στους …. Δια την περίστασιν, «προβατόμορφους Σωτήρες».
«………………………………………..
Παραμερίστε,
Δεν θα μου φράξετε το δρόμο.
Κοιτάχτε —-
αποκεφάλισα ξανά τ’αστέρια,
ματωμένος ο ουρανός σα σφαγείο.
Έι εσύ! Ουρανέ!
Βγάλ’το καπέλο σου,
Εγώ περνάω».
(Σύννεφο με παντελόνια – Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ. Μετάφραση Γιάννης Ρίτσος)
*Συνταξιούχος.Ιστορικό στέλεχος της βιομηχανίας της Δισκογραφίας σε Columbia και MINOSEMI.Συγγραφέας του βιβλίου «Με αφορμή την Columbia. Η βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα» Εκδόσεις ΚΨΜ