«…Δεν στο πα χαλασιά μου/ στο μύλο να μη πας, χαλασιά μου…»
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης *
Αν, έστω, λίγο γνώριζες τον Τάκη… εύκολα θα μπορούσες να γράψεις βιβλίο. Ολόκληρο. Όχι για το «φευγιό» του, μόνο. Ή το πληθωρικό, συνθετικό του έργο. Έντεκα του Μάρτη, τρέχοντος – τρέχει, τρέχει… έτρεξε, Τάκη ο χρόνος, έτρεξε – έτους. «Γιάννη μου το μαντήλι σου, τι τόχεις λερωμένο… Το λέρωσε…». Που πόνεσε. Πολύ. Όλη την Ελλάδα. Και που εγώ, δυσκολεύτηκα. Να γράψω. Πάρα πολύ. –«Γιατί… Τι να γράψω, είπα». Που να μην έχει γραφτεί για τον Τάκη. Αυτές και όχι μόνο, τις ημέρες. – Άντε το βαφτιστικό του, να μην το ξέρουνε πολλοί…
– Παναγιώτης, το λοιπόν… Παναγιώτης Μουσαφίρης, Γιαννιώτης, από τους Καλαρρύτες… της Ήπειρος. Απει ρωτάν. Συνομήλικος.
Όλα τα άλλα είναι… ειπωμένα, γραμμένα, γνωστά και … τραγουδισμένα. Από τους πιο επιτυχημένους – πηγαίος – λαϊκούς συνθέτες μας. «Σημάδεψε» κοντά δύο δεκαετίες. Συμπαθής, γήινος, «παππουλίστικος» αφηγητής και μοναδικά ταπεινός. Θυμόσοφος. Τον «άκουγες» τον Τάκη. Τον άκουγες…
Με ταλέντο… Όλα τα μαλάματα. Της Ήπειρος.
Με γνώσεις… Όλα τα γράμματα. Της Ήπειρος.
Μετουσιωμένες σε λόγο και ήχο – θρόισμα… Διός Φυγός … στην Δωδώνη – απλό, αγαπητικό, αισθηματικό. Ασημένιο. Να το καταλαβαίνεις με την πρώτη. Έτσι απλά, έτσι φυσικά. Όπως πέφτουν οι σταγόνες της βροχής. Χειμώνα καιρό … από τις κεραμιδόπλακες των φτωχόσπιτων. Στα χωριά της Ήπειρος. Της Ελλάδας.
Έτσι βγαίνανε τα λόγια… έτσι έβγαινε ο ήχος… για τον Τάκη. Δάκρυ σύννεφου, λέει.
Στο κλαρίνο ο Τάσος Χαλκιάς. Απει ρωτάν. «Μέρκο μοϊρολόι».
«Χαλασιά μου χαλασιά μου/ζωντανή είσαι χωρισιά μου».
Γνωριζόμαστε πολλές δεκαετίες, πίσω. Με τον Τάκη. Και οι κουβέντες μας, συνήθως ήτανε έξω από τα στενά επαγγελματικά πλαίσια. Σταράτες. «Σπυρί το σπυρί να πέφτουνε οι λέξεις. Να γίνονται ψωμί… ζεστό. Αυτό θα πει σταράτες κουβέντες». Έλεγε ο μεγάλος Άκης Πάνου, όταν ανέβαινε –λίγες οι φορές –επάνω. Άλλοτες Ριζόπολη, άλλοτες – λιγότερο – Μεσογείων. Στη «γωνιά» (Ναγκόρνο Καραμπάχ) του Χάρη. Του Τσακμακτσιάν. Αχαρών…το βαφτιστικό αρμένικο. Που μου θυμίζανε κάτι από Μπρέχτ. Επιτυχίες, σουξέ, τραγουδιστές… Γιατί για τον Τάκη, όλη αυτή η διεργασία, το δέσιμο του λόγου, δηλαδή, με τον ήχο, δεν ήτανε «παίξε – γέλασε και χόρεψε» μόνο. Δεν ήτανε, έτσι απλά, η τεχνική αξιοποίησης ενός… ταλέντου. Ήτανε … κάτι πάρα πολύ πιο σοβαρό. Ήτανε το μέσον για λαϊκή σύναξη και … έξω ντέρτια και καημοί. Λαϊκά πράματα, δηλαδή… και ανθρώπινα. Και δεν το ευτέλιζε σε συζητήσεις προσωπικής προβολής ή ανταγωνισμού. Τουλάχιστον – αυτά – μαζί μου. Είχε… άλλωστε, πάνω από χίλια διακόσια, έτσι λένε τα κιτάπια, «αξιαγάπητα μοναχοπαίδια».
Σεμνός, ταπεινός, διακριτικός. Τον ζηλεύαν κι οι Αγγέλοι. Και ούτε που σε παραξένευε όταν – συχνά – σου μιλούσε για τον Φραγκίσκο. Ναι, ναι… τον Φραγκίσκο της Ασσίζης. Κι άλλες … για τον πατριώτη του συγγραφέα τον Χατζή. Τον Δημήτρη. Και «το τέλος της μικρής μας πόλης» του. Και … πιο συχνά για το θαρραλέο θεριό … τον Γιώζεφ Ελιγιά.
Από λίγο και μετά που τον γνώριζες …. τα περίμενες όλα αυτά από τον Τάκη. Ήξερες… ότι ήξερε.
Είχα μείνει για λίγα χρόνια – γυμνάσιο – στην Ήπειρο. Δεκαετία του πενήντα. Στην ΦΙλιππιάδα. Δίπλα… η Στριβίνα, τα Λέλοβα, ο Άϊ Γιώργης, η Λίμνη Ζηρού («ορφανοτροφείο»- μην ξεχνιόμαστε, δεκαετία πενήντα, «ωραίες εποχές». Άνασσας Φρειδερίκης).
– Όλα, τώρα, έχουν αλλάξει.
Νησιώστης εγώ… αγάπησα πολύ την Ήπειρο. Και την μπομπότα… στα φιλόξενα φτωχόσπιτα των συμμαθητών μου. Λιγοστή. Έτσι και… μόνο από αυτό ο Τάκης με ένοιωθε από λίγο έως πολύ πατριώτη. Φιλιππιαδιώτη με αποκαλούσε. Όταν βρισκόμαστε… το πιο πολύ για την Ήπειρο συζητούσαμε. Μνήμες νιότης. Για τα παλιά… ποδόσφαιρα. Για τον Ατρόμητο και τον Αβέρωφ (ο Τάκης ήταν Ατρόμητος) στα Γιάννενα. Τον Αετό και Παναμβρακικό στην Άρτα. Τον μικρό και φτωχό Εθνικό της Φιλιππιάδας. Που ήμουν και παίχτης του, εγώ. Τότε… ΕΠΣ… Ηπείρου. Για να μην ξεχνιόμαστε….
Στο τηλέφωνο… Λίγο πριν κορωνοϊού. Παραμονές Χριστουγέννων του δέκα εννιά.
– «Έρχομαι…». Και ήρθε. Στους Άγιους. Στο καφέ του Γιάννη Μαλτέζου. Στην πλατεία. Με το βιβλίο μου «Με αφορμή την Columbia…». Διαβασμένο. Να του το αφιερώσω…. Γι’ αυτό και το τηλέφωνο. Εντυπωσιάστηκα. Πολύ. Αυτός ήτανε ο Τάκης… «πράξεως σπουδαίας και τελείας». Των …. χιλιάδων χιλιάδων αυτογράφων και φανατικών φίλων…Ο περιζήττητος. Εδώ, απλά, ένας… ζηλωτής Αναγνώστης. Οποία η τιμή… «Αρχή άνδρα δείκνυσι», λέγουσι. Και ο Τάκης με αυτά, έδειξε… πολλά.
Και να χαίρεται. Σαν να πήρε πλατινένιο. Δίσκο. Που το Πανεπιστήμιο της πατρίδας του, τα Γιάννινα, συμπεριέλαβε στα διδασκόμενα για την Ιστορία της δισκογραφίας συγγράμματα το βιβλίο του φίλου του. Το δικό μου βιβλίο «Με αφορμή την Columbia». Μεγαλόκαρδος. Ποτέ μίζερος.
Και είναι που αυτοί οι ελάχιστοι Τάκηδες, οι λαϊκοί «φανοί», τώρα, λείπουνε.
Είμαι – εκτιμώ – από τους ελάχιστους που είχα την επιλογή οι συζητήσεις μας με τον Τάκη να βρίσκονται συχνά εκτός στενά επαγγελματικού, εμμονικού ενδιαφέροντος. Άλλωστε και αφού η θεματολογία των τραγουδιών του ήταν αντλημένη από την καθημερινότητα, τα συναισθήματα και το «βλέμμα» του ανθρώπου, της διπλανής πόρτας πάλι, ο Τάκης έμμεσα, μέσα ήτανε … στα πράματα.
Οι … πληθυντικοί, που λέμε, στο ταλέντο του Τάκη (το …. αυτονόητο δύο σε ένα…) δεν κρύβονταν… Περισσεύανε. Στους αριθμούς, στην δημοφιλία.
Οι πολύ… πιο πολύ ειδικοί εμού, έχουν καταγράψει – που δύσκολα καταγράφεται – με σεβασμό, μεγάλο, το πλήθος, το εύρος την επιδραστικότητα και την αμεσότητα («θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω῾.. τι χρείαν άλλης αποδείξεως έχομεν…;) των επιτυχιών του Τάκη. Εγώ, εδώ… γράφω ή τουλάχιστον … το προσπαθώ… Για ένα άλλο Τάκη… τον Τάκη εκτός συμβατικοτήτων, της καθημερινότητας. Τον Τάκη των Γιάννινων, της Πλάκας. Τον Τάκη στους Άγιους.
Στους απολογισμούς – ακόμα και in memoriam – συχνά αναρωτιόμαστε – όχι μόνο από σεβασμό – για πολλά… Αδικήθηκε, άραγε, ο Τάκης ; Η εποχή (δεκαετία του εβδομήντα – παχειές οι αγελάδες, του ογδόντα – πολύ πιο παχειές οι αγελάδες) …. «υβριδική». Που οσονούπω, μεταλλάσσεται ποιοτικά σε «χρονικό τοπόσημο». Οι εταιρειάρχες, οι επαγγελματίες συνεργάτες, η νεοπλουτίστική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική ελίτ, η light (λάϊτ) διανόηση, «βουτυρώνουν», μονοδρομούν και μονοπωλούν τους δρόμους (δίολκοι) της λαϊκής μουσικής βιομηχανίας. Εδώ ο Τάκης… οδηγός φόρμουλας. Πρωταγωνιστεί. «Ο λαός τραγούδι, θέλει…» λέει ο άλλος Τάκης, ο Σούκας, Ηπειρώτης, Κομποτιώτης αυτός (σε στίχους Γιώργου Βρούβα) κι αυτός ο Τάκης, ξοδεύει το πληθωρικό ταλέντο του στα «αντανακλαστικά» των ευαγών ιδρυμάτων της εποχής. Λαϊκό παιδί ο Τάκης … Βάζοντας έτσι στην άκρη και σε πληθυντικό βαθμό τις αναγκαίες μυητικές διαδικασίες. Που χρειάζονται … Για να φτάσει ο λαός στο άλλο τραγούδι, που μαεστρικά, τώρα του το …. Εγκαταλείπουν. Και περιθωριοποιείται. Το «ἀλλο» τραγούδι.
Υπό κάποια έννοια, λοιπόν, και αφού το σύμπαν συνωμότησε τόσο – όσο… ο Τάκης αδικήθηκε… Από ποιόν; Κοντά στο νου και η γνώση. Ουδείς… ο αναμάρτητος. Μια και είναι από τους ελάχιστους που με το πηγαίο, λαϊκό ταλέντο του, την ευαισθησία, την «αφετηρία» του (ρολογάς, γαρ) και τις ρίζες του (Καλαρρύτες), θα μπορούσε με επιτυχία και ασφάλεια να πατά σε δύο «βάρκες». Αυτήν του έρωτα (που πατά), κι αυτήν του «ψωμιού» (που δεν πατά). Απλά… απλά την κατάλληλη στιγμή και στην περίπτωση…. το σύμπαν δεν συνωμότησε τόσο – όσο, ώστε να μην λείψει από δίπλα του (από το απλό παιδί από τα Γιάννινα) ο χρήσιμος Πυξ Λάξ του ψωμιού και της φάμπρικας.
Φεύγοντας (Χειμερινό Ηλιοστάσιο, πια. – Του είπα πως «από Μάρτη… εδώ, δίπλα στον Πευκώνα έρχονται κοπάδι οι τσαλαπετεινοί». – Μ’ αρέσουνε … μου είπε… και θα έρθω… Δεν ήρθε…)… προς το χώρο που είχε παρκάρει την παλιά – επίσημη αγαπημένη, όμως – μερσεντές του, στις γραμμές του τρένου, στον καταργημμένο σταθμό Πελοποννήσου… και βλέποντας την πλήρη εγκατάλειψη (βαγόνια, κτίρια, λεωφορεία – πλίνθοι και κέραμοι…) … χωρίς πολλά, πολλά, αυθόρμητα, «ατάκα κι επί τόπου» (Τάκης είναι αυτός…).
« – Τι είναι εδώ, ρε Δημήτρη… Χαμπάρι….; Για τρέχτε, γιατί σύντομα σας βλέπω… ανάργυρους, σίγουρα, μεν, αλλά με ουρανοξύστες αλλά Μανχάταν…νά αν δεν…
Αυτή… Είναι η άλλη… «βάρκα».. αυτή που λέγαμε πιο πάνω.
Χρόνος και κάτι… και είναι όπως τά ‘πε για τον τόπο μας ο Τάκης. Δυστυχώς… Άλλο, τώρα, αν η αχλάδα … έχει πίσω την ουρά. Μην την ξεχάσουμε, μόνο.
Και είπαμε … πως θα τα πούμε. Σύντομα. Δεν τα ‘παμε.
Γιατί…. «τα πάντα ρεί». Λούρος, Άραχθος. Αχέροντας. Lacrimae rerum…
Και έτσι, τελικά, και αφού η μοίρα το ‘χε γράψει να γίνει αυτό και να μη γίνει το άλλο για να χάσει το τρένο… ο Τάκης, βρέθηκε, από τώρα, να τα λέει με άλλες συντροφιές Αγίων, πιο … ταμάμ και πρεπούμενες σ’ αυτό που πάντα του ζήταγε.
«Τις μικρές λακκούβες να φοβάσαι… τις μεγάλες, τις βλέπεις…» Του λέω. Στην Columbia, μεριά (πλούτος το χαμομήλι…) Προμπονά, οδός Ανθέων. Καφές… τσιγάρο – «Τί πες, τώρα… Τό γραψα…». «Καρέλια», πλακέ, το πακέτο.
«Σήκω Μαργιόλα μ’
απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα…»
Καλό σου ταξίδι, Τάκη, ρολογά … (ο χρόνος τελείωσε) από τα Γιάννινα. Με τα μαλάματα. Πρώτα στα γρόσα και στα γράμματα.
Και ουδέν το πρόβλημα… με τον Περατάρη… Σε περιμένει. Όχι μόνο για το γρόσι.
Καλό ταξίδι.
* Συνταξιούχος. Ιστορικό στέλεχος της Βιομηχανίας της ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ σε ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ και MINOS – EMI. Συγγραφέας του βιβλίου «Με αφορμή την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ. Η Βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα». Εκδόσεις ΚΨΜ