Ο συγγραφέας με το Γιώργο Μαργαρίτη στους Αγίους Αναργύρους |
«Με αφορμή την Columbia – Η βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα», τιτλοφορείται το αξιόλογο και ενδιαφέρον βιβλίο του Δημήτρη Φεργάδη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ και πηγαίνει ήδη για τρίτη έκδοση, ενώ έχει επιλεγεί και ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Με αφορμή το βιβλίο, ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με τον συγγραφέα. Παραθέτουμε τη συνέντευξη:
***
-Στο βιβλίο αποτυπώνεται η μεγάλη εμπειρία σας στο χώρο της δισκογραφίας, αλλά και η ευαίσθητη κοινωνική οπτική σας. Τι είναι αυτό που εσείς ξεχωρίζετε περισσότερο από το βιβλίο σας;
-Μου βάζετε δύσκολα, πολύ. Ομως… θα προσπαθήσω με λίγα, απλά αλλά και σαφή λόγια να απαντήσω, πάνω από όλα με ειλικρίνεια. Για τους απαιτητικούς αναγνώστες του «Ριζοσπάστη». Που θέλουν, και καλά κάνουν, να ξέρουν από πρώτο χέρι μερικά πράγματα για τον ήχο, για τη μουσική και την επίδρασή τους στις κοινωνίες ανά τους αιώνες… Αλλά και για τους ανθρώπους που τον παράγουν. Και τη βιομηχανία που τον κάνει (τον ήχο, τη μουσική) εμπορεύσιμο, καταναλωτικό προϊόν. Δίσκο, δηλαδή.
Στο εργοστάσιο παραγωγής δίσκων γραμμοφώνου της «Κολούμπια» στη Ριζούπολη – πρωτοποριακή, για την εποχή της, βιομηχανική μονάδα, πλίνθοι και κέραμοι και πόνος καρδιάς σήμερα – βρέθηκα από τα τέλη της δεκαετίας του ’50.
Του προηγούμενου αιώνα. Δύσκολες, πολύ δύσκολες εποχές. Και ένιωσα τυχερός πολύ που… «τρύπωσα». Εργάτης, βέβαια, αλλά… μια χαρά. Σε μια εταιρεία που το μεροκάματο ήταν εξασφαλισμένο. Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, βλέπετε, ζούμε. Μην ξεχνιόμαστε. Διευκρίνιση: Το βιβλίο δεν είναι η ζωή, δεν είναι το βιογραφικό ενός νεαρού εργαζόμενου σε εργοστάσιο παραγωγής δίσκων. Που ξεκίνησε εργάτης και ανελίχθηκε, σπουδάζοντας εργαζόμενος, σε δύσκολες εποχές, στην ιεραρχία. Συνηθισμένο μελό, δηλαδή, δεκαετίας του ’60. Είναι, όπως και ο τίτλος προϊδεάζει, η ιστορία του μουσικού πολιτισμού της χώρας μας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από την… ιστορία ενός εργοστασίου και των ανθρώπων του. Είναι η ιστορία του ήχου, της μουσικής… ενός άυλου… υλικού, δηλαδή, που μετατρέπεται, βιομηχανικά, σε ένα αξιοποιήσιμο, ευκολομεταφερόμενο και εύκολα – σε ένα βαθμό – αποκτήσιμο προϊόν.
Που επηρεάζει και επηρεάζεται από το εξελισσόμενο, κάθε φορά, οικονομικό – κοινωνικό – πολιτικό περιβάλλον. Καταγεγραμμένη, μάλιστα, από έναν νεαρό, τότε, που υφίστατο – ζούσε από τα μέσα – όλες αυτές τις μεταλλάξεις. Και είχε, όμως, την ευαισθησία ή την τυχαία υποψία πως κάτι σοβαρό συνέβαινε στη μουσική πολιτισμική ιστορία του τόπου.
Ετσι, χωρίς υποψία συγγραφικής ικανότητας ο τότε νεαρός, η αφεντιά μου, και σήμερα… δόκιμος συγγραφέας, παρατηρούσε, κράταγε σημειώσεις και στοιχεία και τελικά… κατάφερε να συγγράψει αυτό το βιβλίο. Που, σε ένα βαθμό, καταδεικνύει πως ο ήχος, η μουσική είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό προϊόν. Που ανάλογα με το ποιος τον χρησιμοποιεί, τον εμπορεύεται (όχι ποιος τον «παράγει») κερδίζει ή χάνει η κοινωνία.
Τώρα… στην πιο δύσκολη ερώτηση «τι ξεχωρίζω περισσότερο στο βιβλίο μου», θα απαντήσω με το χέρι στην καρδιά… Οπως ο Τοπόλ στον «Βιολιστή στη στέγη»: Την ευαισθησία, τις αληθινές αλήθειες. Τα απλά και καθημερινά ενός χώρου που ήταν – είναι; – γεμάτος από απίστευτες αλήθειες, από αληθινούς μύθους και από ρεαλιστικές υπερβολές. Κατασκευασμένες, αλλά και πραγματικές. Και με τον Χουντίνι – έτσι ένιωθα όταν έγραφα – έτοιμο σε κάποιες εκλείψεις του φεγγαριού να στείλει τα δικά του χάρτινα φεγγάρια. Για να συμπληρώσει τα κενά.
Και ακόμα, ξεχωρίζω, με σεβασμό και ταπεινότητα, αυτά που ξεχώρισαν δύο κορυφαίοι και αυστηροί ιστορικοί Μουσικής και μελετητές για το βιβλίο «Με αφορμή την “Columbia”»
«Κιβωτός γνώσεων. Κρατάμε στα χέρια μας μια πολύτιμη κιβωτό γνώσεων και μνήμης. Γοητεύει, συναρπάζει η παράθεση στοιχείων, φωτογραφιών και η εξιστόρηση γεγονότων. Ο περιούσιος, ο εύφορος λόγος του Δημήτρη Φεργάδη…».
Με αυτά τα λόγια «ξεχωρίζει» το περιεχόμενο του βιβλίου ο μοναδικός Γιώργος Μονεμβασίτης, κριτικός και ιστορικός Μουσικής – πολιτικός μηχανικός.
«Το βιβλίο το διάβασα σχεδόν απνευστί. Και τελειώνοντάς το, ήμουν ήσυχος… Υπήρχε πια η “ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ” που θα εμπόδιζε τη μνήμη να παίξει τα παιχνίδια της. Η πιο στέρεη βάση της ιστορίας της δισκογραφίας είχε καταγραφεί. Πολύ περισσότερο που ο Δημήτρης Φεργάδης…».
Τάδε καταγράφει, ξεχωρίζοντας το περιεχόμενο του βιβλίου και ο Γιώργος Π. Τσάμπρας, δημοσιογράφος – μελετητής του ελληνικού τραγουδιού.
Εγώ, ταπεινά, σεμνύνομαι…
-Ξεκινήσατε ως εργάτης, βοηθός πρεσαδόρου στο εργοστάσιο παραγωγής πλακών γραμμοφώνου της «Columbia». Υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο σας, που αναφέρεται στους «ανώνυμους» της δισκογραφίας, σε όλους αυτούς τους εργάτες που δούλευαν στην παραγωγή των δίσκων…
-Εγώ, ως εργάτης που προσλήφθηκα και μάλιστα κάλφας (βοηθός που λέμε) σε εποχές σκληρές, πέρασα όπως περνάγανε όλοι της κατηγορίας μου. Δύσκολα. Παρά το ότι (το σημειώνω αυτό άνευ φόβου και… πάθους) η «Κολούμπια» (για την εποχή) ήταν ένα εργοστάσιο με εξαιρετικά καλές συνθήκες εργασίας (μην παρεξηγηθούμε, όμως, κιόλας)… Τώρα… πώς προέκυψε ο πίνακας. Η καταγραφή, δηλαδή, των ονομάτων… των «ανωνύμων της δισκογραφίας». Και, μάλιστα, σε ένα κεφάλαιο με τίτλο… Libro d’ oro… ο εστί μεθερμηνευόμενο «χρυσό βιβλίο» (των ευγενών των Επτανήσων). Συγγνωστή… η «ειρωνεία»… Θυμήθηκα λίγο… από Μπρεχτ. Που κάπου, σωστά, σημειώνει πως ο Μεγαλέξανδρος δεν θα ‘φτανε ποτέ στις… Ινδίες αν… αν από κοντά δεν ήταν οι μάγειροι, οι παπουτσήδες, οι μπαλωματήδες.
Ετσι, λοιπόν, σκέφτηκα κι εγώ, απλά… πως τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει και στη δισκογραφία αν δεν υπήρχανε κι εδώ οι «ανώνυμοι εργάτες» της δισκογραφίας… οι μουσικοί (γιατί στο βιβλίο υπάρχει και κεφάλαιο με το Libro d’ oro των καλλιτεχνών). Αυτά.
-Θα θέλαμε τη γνώμη σας, πώς το τραγούδι, η μουσική σε αυτές τις δύσκολες μέρες που ζούμε μπορεί, εκτός από παρηγοριά, να συμβάλει στην ανάταση, να είναι δύναμη ενθάρρυνσης για τους αγώνες που έχουμε μπροστά μας;
Θα σας ξενίσει λίγο ή πολύ αλλά αυτή η απάντηση μού είναι πολύ αυθόρμητη. Αλλά και ώριμη σκέψη και πρόταση που έρχεται από μια ρήση και προτροπή του Τσε Γκεβάρα: «Αξίζει φίλε μου να υπάρχεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».
Εις «ενύπνιον» λοιπόν (έτσι δεν λέγανε οι αρχαίοι μας πρόγονοι;) έξωθεν ιερού Απόλλωνος, καιρόν Ανοίξεως, «είδον», οίδον, «μεταφράζω» και παρακαλώ σημειώστε προσεκτικά το όνειρον. «Την επαναστατικήν – “συνελόντι ειπείν” – πρότασιν». Ολοι οι καλλιτέχνες, οι εγγεγραμμένοι εις «πινάκιον» των καλλιτεχνών (μικροί, μεσαίοι, μεγάλοι, πολύ μεγάλοι, πάρα πολύ μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες) συνεννοούνται με τα συνδικαλιστικά τους όργανα, ΕΔΕΜ, ΕΤΕ κ.ά. Και μια συγκεκριμένη μέρα, συγκεκριμένη ώρα, σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, αυτάρκεις ομάδες (τέσσερα – πέντε άτομα, οργανοπαίχτες, τραγουδιστές…) «καταλαμβάνουν» όλα τα καίρια πόστα της πόλης, ως «καλλιτέχνες του δρόμου». Και «χαρίζουν» τη μουσική τους στους διαβάτες.
Μπροστά τους, οπωσδήποτε, ανοιχτή η θήκη οργάνου για τα… φιλοδωρήματα. Οι «ιδιότυπες» ειρηνικές, ταπεινές αυτές συναυλίες μπορεί να επαναληφθούν δύο – τρεις φορές. Και… έξωθεν εκκλησιών, μουσείων, αρχαιολογικών χώρων, δημοτικών καταστημάτων, Βουλής, Προεδρικού Μεγάρου… Μαξίμου, πνευματικών ιδρυμάτων, σταθμών μετρό κ.λπ. Το ρεπερτόριο μπορεί να ποικίλλει… Εξωπραγματικό; Ουτοπικό; Μπορεί… και γι’ αυτό κλείνω με τη… ρεαλιστική, πάλι, ρήση του Τσε Γκεβάρα. «Είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο». Για… να το σκεφτούμε αυτό… Ολοι μας. Με τον Γιώργο Μαργαρίτη να άδει γωνία Πεινώντων και Διψώντων. Τον Τάση Χριστογιαννόπουλο να άδει «Figaro», γωνία Θυμού και Αγανακτήσεως. Και την Αλκηστη Πρωτοψάλτη… να κόβει – τουλάχιστον αμήχανα – βόλτες με το από Θεσσαλονίκης κατελθόν «Φορτηγό». Τρελό; Τρελό… αλλά μπορεί και αληθινό… Πάλι ο Τοπόλ… Σε αμηχανία, τώρα. Μαζί του, όμως, ίσως και άλλοι… επίσημοι.
-Οι καλλιτέχνες, οι δημιουργοί, οι εργαζόμενοι στο χώρο του Πολιτισμού αντιμετωπίζουν με αφορμή την πανδημία ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Νομίζω πως εδώ τα πράγματα είναι πιο απλά. Στο να απαντήσω… Δεν θα ανακαλύψω, δα, και την πυρίτιδα… Η θέση μου, αλλά και μεγάλου μέρους της κοινωνίας, πιστεύω πως είναι γνωστή. Η μουσική, ο μουσικός μας πολιτισμός είναι, αναμφίβολα, ένα κοινωνικό προϊόν. Η πολιτεία, λοιπόν, και εν προκειμένω το υπουργείο Πολιτισμού, η κα Μενδώνη, θα πρέπει άμεσα και χωρίς σαϋλωκικές μεμψιμοιρίες να αρθεί στο ύψος των καιρών – και των αναγκών – και να καλύψει – έχει υποχρέωση – με σταθερή επιδότηση, όλα τα μέλη του κλάδου του Πολιτισμού για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Αλλά επειδή… μην ξεχνιόμαστε, τίποτα δεν σου χαρίζεται… «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Θα πρέπει – αν θέλουμε να δούμε μιαν… άσπρη μουσική μέρα – παράλληλα, όλοι οι καλλιτέχνες – έχοντες, μη έχοντες ανάγκη – να γίνουν μια γροθιά. Γύρω από τα συνδικαλιστικά τους όργανα. Και να αντιδράσουν. Με «παρουσίες» κι όχι με σιωπές και απουσίες.
Αυτά και εδώ.
-Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Οταν ο… Από Πάνω βλέπει τους Από Κάτω να κάνουν σχέδια…, λένε πως γελάει. Καλό αυτό… γιατί, συνήθως, Τον βλέπουμε μουρτζούφλη. Τον Από Πάνω.
Ποια, λοιπόν, τώρα τα δικά μου σχέδια. Γράφω… Και ελπίζω πως δεν θα είναι μακρύς ο χρόνος που θα σας καλέσω στην παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου μου. Που δεν θα είναι, ασφαλώς, η ακριβής συνέχεια του πρώτου με τον τίτλο «Με αφορμή την Columbia, ΙΙ».
Ασφαλώς, όμως, θα είναι πολύ κοντά και σχετικό. Και θα πραγματεύεται τα πάνω και τα κάτω του ήχου και των μουσικών πραγμάτων. Μέσα από τις κοινωνικές – πολιτικές διεργασίες, διακυμάνσεις και τις φιλοσοφικές περί τον χώρο διαπροσωπικές σχέσεις των πρωταγωνιστών. Με παρόντες Αγαμέμνονες και Θερσίτες.
Βλέπετε, ευτύχησα μια ζωή να βρίσκομαι σε αυτόν τον χώρο, τόσο κοντά σε σημαντικά, λαμπερά αλλά και «γυαλιστερά» πρόσωπα και πράγματα, όσο, όμως, να μην… καώ, να μην αλλοτριωθώ. Και να μην… απαλλοτριωθώ.
Τόσο μακριά, όσο να μη χρειάζομαι διαμεσολαβητή, μεταφορέα παρατηρητή των δρώμενων.
Και τέλος, τόσο πάνω και τόσο κάτω, όσο να μπορώ να βλέπω τα πράγματα στα ίσα. Αυτά προσπαθώ και ελπίζω πως θα τα καταφέρω, να είναι αυτό το κοινωνικο-μουσικό περιεχόμενο του επόμενου βιβλίου μου.
Ηχος, και μελωδία, και ψωμί, και γάλα, και αρμονία, και πόνος, και πικραμύγδαλο, και μέλι, και Υμνοι… θρηνητικοί και υμνητικοί.
Κλείνοντας… «epretereo censeo…» σχέδιο ζωής και ευχή («συν Αθηνά και…») ζωής είναι, ακόμα, η παρουσία μου στη δημιουργία και στα εγκαίνια (έστω… έτσι, έστω… αυτού…) Μουσείου Ελληνικής Δισκογραφίας. Στη Ριζούπολη. Που θα σέβεται (αντάξιο) απόλυτα και την ιερότητα του χώρου και όλους τους… Αγίους της Μουσικής μας Ιστορίας (Ορφέας, Βαμβακάρης, Απόλλωνας, Τσιτσάνης, γερο – Δήμος, Χατζιδάκις, Αλκαίος, Τόκας, Ρωμανός…, Πυργάκη, Θεοδωράκης, Σαμίου, Αηδονίδης… Καλδάρας… Θάνος Μικρούτσικος).
Και ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον και τη φιλοξενία τον «Ριζοσπάστη». Και με ευχές. Για μια χρονιά που να δικαιώσει «τα ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια, σαν εκκλησιές χωρίς στασίδια» (Γ. Ρίτσος – «17 Νοέμβρη»). Που τρέχουνε… Με ήλιο και με βροχή… Για του φτωχού τ’ αρνί. Χρόνια πολλά. Με υγεία…