«Για το ξόδι του φίλου Κούλη που έφυγε στις 28/8/2020»

Γράφει  ο Δημήτρης  Φεργάδης*

Νίκο,  μην τον μαλώσεις,   τον Κυριάκο.  Έτσι τον λες εσύ.  Τον Κούλη… Έτσι τον λέω εγώ  και οι περισσότεροι φίλοι του. Θα στα πει από κοντά.  Έρχεται…  Είχε ταλαιπωρηθεί, τελευταία.   Πολύ… Αν δεν τόξερες  – μην θυμώνεις –  είναι  που ποτέ του –  παρά  τις  … μαγκιές  του – δεν  ήθελε να σε  στεναχωρήσει.  Βλέπεις,  ακόμα και τα λιονταρόπουλα    πάντα  του έτσι  ήταν ο Κούλης –  έρχονται  στιγμές που λυγάνε. Η οικογένεια  Γκαβέρα … Η Αγία – πάρτε το όπως θέλετε –  οικογένεια. Ο μπάρμπα Μήτσος (ο Πατριάρχης) , ο Νικόλας (ο  δικός μου), ο Κυριάκος  (όλων). Φύγανε.   Τα αρσενικά… Οι Άγιοι Ανάργυροι  αλαφρύνανε.  Κι οι στέρνες πια στερέψανε… Κάθε ένας  με το δικό του βάρος. Ο Κούλης  με τον ξεχωριστό  χαρακτήρα του. Ξεχωριστός  και σε όλα του.  Από το ντύσιμο  στην πένα – μιλάμε  για φιγουρίνι – μέχρι  την λαϊκή παληκαριά,  την αυθεντική λεβεντιά.  Με  δέκα τα έβαζε   και έβγαινε, πάντα, νικητής.  «Άντε, κάντε  όλοι στην μπάντα …». Αν είχες  τον Κούλη  με το μέρος  σου  δεν  φοβόσουνα  Θεό.

Αλλά και ευαίσθητος…  το πιο  σκληρό μπαμπάκι ήτανε ο φίλος –  θα λείψεις…  θα μας λείπεις,  φίλε – Κούλη.

Πιτσιρικάδες. Στην  Τσούμπα… Δεκαετία  του πενήντα. Με την μοναδική μπάλα στα χέρια    παιδί… προύχοντα – στους Αγίους ο Κούλης. Να διαλέγει   συμπαίχτες.  Προνόμιο, πάντα,  του … έχοντος.  Πρώτον εμένα. Που και μπάλα δεν είχα  και … άρτι  αφιχθείς από επαρχία  ήμουνα.   Τεχνίτης μέγας,  εγώ.  Λυγαριά…  Παιχταράς  μέγιστος ο Κούλης.   Το είχαν οι Γκαβεραίοι.   Όπως και ο Νικόλας. Ξεκίνησε  κι αυτός, όπως όλοι μας από την αγαπημένη του Ενωσάρα (κίτρινα – μαύρα  τα χρώματα τότες.  Επιλογής  Λάζαρου Μακρόγλου, του περιπτερά. Μην  τον ξεχνάμε…) Αργότερα, ο Κούλης εμβληματικός  Πρόεδρος  για χρόνια της ομαδάρας μας. Συνέχισε  στον Άρη Αθηνών, στον Ολυμπιακό,  στην Λάρισα,  στον ΟΦΗ  και νομίζω και στην Νότια Αφρική.  Με το γραφείο  εκκένωσης   βόθρων,  την οικογενειακή  επιχείρηση,  να την αφήνει στον Νίκο. Κι αυτός  να ασχολείται  με το εμπόριο  και με τα τοπικοαυτοδιοικητικά. Μπεσαλής,  ντόμπρος,   κέρδιζε  σύντομα συμπάθειες… σαν Γκαβέρας.

Λογοτιμίτης.  Χώμα και νερό  ο Κούλης και αλάτι… Για μια γης που δεν ήτανε  ακόμα νόστιμη. Πάντα  στο δημοκρατικό   χώρο. Με αξιοπρέπεια,  με  τόλμη, με αρχές.  Να μην φοβάται  να τα σπάσει  με τον ιδεολογικοπολιτικό  του χώρο.   Αν και Αντιδήμαρχος  και  Πρόεδρος   Δημοτικού Συμβουλίου   για χρόνια,  τελικά… βρέθηκε  «αντάρτης» επικεφαλής  ανεξάρτητης  Δημοκρατικής  Κίνησης,  της ΑΔΕΚ. Έτος  1986.  Και απέναντί του  (πλην άλλων συνδυασμών)  να βρίσκει δύο συμμαθητές  του. Με το ΚΚΕ  αυτοί. Τον Σπύρο Αποστόλου  και εμένα. Στην «Δημοτική Ανανέωση», Επικεφαλής και Γραμματέας  αντίστοιχα. Η προσπάθεια  για συνεργασία  δεν ευοδώθηκε. (Η Επιτροπή της Δ.Α.: Δημ. Φεργάδης, Δημ. Τζαφάλιας, Μπ. Στίγκας, Της Α.Δ.Ε.Κ.: Κυρ. Γκαβέρας, Νάκος Ρηγόπουλος).

Ο Κούλης.   Πάντα από τους πρώτους σε  «σταυρούς» προτίμησης  των Δημοτών. Ο Κούλης  που δεν είχε  εχθρούς. Που φίλους  είχε  μόνο παντού.  Αλλά είπαμε.  Πως  να τα βάλλεις  μαζί  του.   Και στον χορό; Εδώ να δεις….   Και  να ξεχωρίζει.   Πολύ. Χορευταράς πρώτος.   Ο Νικόλας  το αδέλφι  σου  στα ζεϊμπέκικα («πέντε Έλληνες στον Άδη…  ανταμώσανε ένα  βράδυ… Γεια σου  Γιάννη Παπαϊωάννου)  και εσύ  ….  στα μοντέρνα. Της εποχής μας.   Ασυναγώνιστος  και περιζήτητος στα πάρτι.  Εκεί γύρω στα εξήντα.  Το καλύτερο ζευγάρι στο Ροκ.   Ο Κούλης με την (αργότερα)  γυναίκα μου, την Μίνα Βιδάλη.  Και να μην σταματάνε.  Και όλοι να χειροκροτάνε… Κι εγώ,  χωριάτης να περιμένω…. για κανένα μπλουζ.   Έτσι να  κουνάω, λίγο,  τα πόδια μου και να φοβάμαι … μην την πατήσω και «μην μου την φάει».  Τέτοια.  Τότε.  Και να παίρνουνε  όλο το χαρτί της  βραδιάς. Ο Κούλης με την Μίνα. Και το βερμούτ και το πίπερμαν  και τα στραγάλια  με τις σταφίδες  να  εξαφανίζονται.   Στα ρεφενέ πάρτι μας  στα σπίτια, με τα πατώματα  με τα μωσαϊκά  (Γειά σου Γιώργο  Λώλη,  μερακλή   μωσαϊκατζή).

Δεν ξερω,  Κούλη, αν χρειάζεται  να  πω ή να γράψω  τίποτε άλλο. Πάλι, όμως, τα κατάφερες.   Σαν βέρος  Αγιαναργυριώτης να θυμηθούμε  την τοτινή ζωή μας.    Όμως, μην αρχίσουμε πάλι τις κουβέντες.   Και πάμε – θυμήσου – κι έρθουμε  απ’ το σπίτι μου  στο σπίτι  σου μέχρι να ξημερώσει. Παναγία μου… Αλήθεια είναι αυτό.  «Να σε πάω,  Κούλη μέχρι  το σπίτι σου»,  – «Να σε πάω, Δημήτρη,  μέχρι το σπίτι σου…» Αυτά.

Μέχρι  που ξημέρωνε και ο Γιώργος  Μπαϊρακτάρης, ο μεγαλοδικηγόρος, στο μετέπειτα,  να μας κοιτάει  απ’ τη γωνία και να γελάει. Γείτονας κι αυτός. Γιώργο, σίδερο… Φανατικός Ενωσάρας. Μέχρι και σήμερα.

Χθες, μου  έλεγε το αδέλφι  μου – καλός  σου φίλος  – ο Κωστής από το Βέλγιο,  για τις κουβέντες που είχατε πρόσφατα.  Και πως θα ερχότανε το καλοκαίρι να σε δει.  Τώρα…  τι να του πω … καλά … άσε… θα βρω εγώ… Γιατί πολύ θα  στεναχωρηθεί.

Φίλε Κούλη… Τώρα έφυγες … φεύγεις.  Μα να είσαι, βέβαιος – ακούς – δεν  ακούς ;   – πως κανένας μας, όσο υπάρχουμε  εδώ, στον τόπο αυτό που αγάπησες, στους Αγίους δεν θα σε ξεχάσει.

Οι Άγιοι Ανάργυροι  πενθούνε. Βαριά. Πενθούνε  βαθιά. Πενθούνε  για  ένα από τα πιο  αξιοπρεπή,  μπεσαλίδικα, ίσως και το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα Αναργυριώτη  που γέννησε αυτός ο τόπος.   Και που θα λείπει.  Και που δεν αντικαθίσταται.  Τον Κυριάκο  Γκαβέρα.  Και να πεις τα νέα μας στους φίλους που φύγανε  πριν  από εσένα. Για τις στέρνες. Που στερέψανε. Και τον «γύρο του θανάτου». Στο Νούσα τον «Πελτέ», στο Νίκο Μαυρομάτη,  στον Δουδούμη, στον Κωτσαρέλο τον Μακρόγλου, στον Ρουμανέα,  στον φίλο το Μαθιό Χαμηλοθώρη   τον «τσιμπούκα», στον Μένιο, στον Γιάννη  Κορομηλά,  στον Γιώργο τον Πονηρό, πες του, πως θυμάμαι το δανεικό πεντάδραχμο για τα κανταΐφια στην κολιτσίνα, στο  αδέλφι  σου τον Νικόλα και στο ανίψι μου  τον Βαγγέλη  Φεργάδη. Που σου δυσκόλεψε τη ζωή στην αφισοκόλληση του 1986.

Καλό  σου ταξίδι 

αγαπημένε φίλε

Κούλη 

* Συνταξιούχος. Ιστορικό στέλεχος της Βιομηχανίας της  ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ σε ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ και MINOS – EMI. Συγγραφέας του  βιβλίου «Με αφορμή την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ. Η Βιομηχανία της δισκογραφίας   στην Ελλάδα κατά τον 20ο  αιώνα». Εκδόσεις  ΚΨΜ  

Μοιραστείτε: