Εργαζόμενοι στο «Βοήθεια στο Σπίτι»: Δύο δεκαετίες διαρκούς ομηρίας και γι’ αυτούς τους «σύγχρονους ήρωες»

Από το Ριζοσπάστη


Γράφει η Ελένη Καμαρινοπούλου*
Ανάμεσα στους «σύγχρονους ήρωες», που αναδείχθηκαν την περίοδο της πανδημίας από τους κυβερνητικούς εκπροσώπους, ήταν και οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις Κοινωνικές Υπηρεσίες των δήμων και ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι».
Στα λόγια περί δήθεν αναγνώρισης του σημαντικού έργου που επιτελούν οι εργαζόμενοι στις εν λόγω υπηρεσίες και περί ηρωικής στάσης περισσεύει η υποκρισία. Διαχρονικά, από τη σύσταση αυτών των δομών, οι δημοτικές, περιφερειακές αρχές και οι εκάστοτε κυβερνήσεις εκδήλωναν επιλεκτική μνήμη και «αναγνώριση», παραμονές πάντα των τοπικών, περιφερειακών και βουλευτικών εκλογών, με εμφανείς σκοπιμότητες.
Από το 1996 μέχρι σήμερα στην ανασφάλεια
Στην πραγματικότητα, από το 1996, με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, οπότε εφαρμόστηκε πιλοτικά το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», οι εργαζόμενοι που απασχολήθηκαν σε αυτό αρχικά χαρακτηρίζονταν εθελοντές και ήταν ανασφάλιστοι, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1998, το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε 100 δήμους, με τους εργαζόμενους να υπογράφουν αυτήν τη φορά Συμβάσεις Μίσθωσης Εργου και να ασφαλίζονται στο ΤΕΒΕ, ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Το 2000, πάλι με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ξεκίνησε νέο πρόγραμμα με την ονομασία «Κοινωνική Μέριμνα», στο οποίο οι εργαζόμενοι απασχολούνταν με Συμβάσεις Ορισμένου Χρόνου, ενώ το 2002 ξεκίνησε τη λειτουργία του νέο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», παράλληλα με τα δύο προηγούμενα, στο οποίο οι εργαζόμενοι απασχολούνταν με Συμβάσεις Ορισμένου Χρόνου.
Από το 1996 μέχρι και σήμερα, αν εξαιρέσει κανείς πως κάτω από την πίεση των αγώνων των εργαζομένων ένας μικρός αριθμός αυτών μονιμοποιήθηκε με το ΠΔ 164/2004, η συντριπτική πλειοψηφία παραμένει σε καθεστώς εργασιακής ομηρίας σχεδόν δύο δεκαετίες, διανύοντας κατά καιρούς μεγάλες χρονικές περιόδους απλήρωτης εργασίας, αποτελώντας ίσως τον μακροβιότερο κλάδο εργαζομένων στο Δημόσιο που συνεχίζει να εργάζεται με ελαστικές εργασιακές σχέσεις.
Οι ευθύνες λοιπόν για τις συνθήκες ομηρίας των εργαζομένων στις εν λόγω δομές, οι οποίοι συχνά καλούνται να ασκήσουν παράλληλα καθήκοντα στα ΚΑΠΗ και στα Δημοτικά Ιατρεία των δήμων, βαραίνουν διαχρονικά όλες τις κυβερνήσεις από το 1996 έως και σήμερα, οπότε ας μη διαγκωνίζονται ορισμένοι, όπως το ΠΑΣΟΚ, που λέει ότι εισήγαγε αυτόν τον πρωτοποριακό θεσμό στην Ελλάδα, ή η ΝΔ, που επικαλείται τις μονιμοποιήσεις με το διάταγμα Παυλόπουλου.
Επιπλέον, αποκαλυπτικό σχετικά με το ρόλο του αστικού κράτους, αλλά και των δημοτικών αρχών στην υλοποίηση των ευρωενωσιακών κατευθύνσεων και στον τομέα της Πρόνοιας και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας είναι το γεγονός ότι τόσο ο χαρακτήρας όσο και ο σκοπός του «Βοήθεια στο Σπίτι» αναπροσαρμόζονταν κάθε φορά ανάλογα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ και τις προτεραιότητες του αστικού κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ότι ενώ αρχικά το πρόγραμμα χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από εθνικούς πόρους, το 2008, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας αλλάζει, με επίσημη κατεύθυνση της ΕΕ για την απαλλαγή της κρατικής ευθύνης στους τομείς Κοινωνικής Πρόνοιας, διευκολύνοντας την είσοδο ιδιωτών. Το 2012 η κατεύθυνση αυτή παίρνει «σάρκα και οστά», όταν με νόμο προβλέπεται η χρηματοδότηση του προγράμματος μέσω της επιβολής νέας ασφαλιστικής κράτησης, από το σύνολο των εργαζομένων, απαλλάσσοντας το κράτος από την ευθύνη χρηματοδότησής του, μετακυλίοντάς την στον ίδιο τον ασφαλισμένο, στο πλαίσιο της «ατομικής ευθύνης». Ταυτόχρονα έδινε τη δυνατότητα στο ΙΚΑ – ΕΤΕΑΜ να συνάπτει απευθείας συμβάσεις με ιδιωτικές επιχειρήσεις κερδοσκοπικού ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο της «Κοινωνικής Οικονομίας», ως επίσημης κατεύθυνσης της ΕΕ.
Η λειτουργία του «Βοήθεια στο Σπίτι» επιβεβαιώθηκε και δοκιμάστηκε διαχρονικά, εδώ και 2,5 δεκαετίες, τόσο την περίοδο της 10ετούς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, όσο και την περίοδο της πανδημίας.
Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και οι προνοιακές δομές
Σε συνθήκες εμπορευματοποίησης του δημόσιου συστήματος Υγείας στη χώρα μας, πλήρους υποβάθμισης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, σχεδόν πλήρους ανυπαρξίας κέντρων αποκατάστασης, δημόσιων κρατικών κέντρων περίθαλψης ηλικιωμένων και δημόσιων ιδρυμάτων χρόνιων παθήσεων, οι εν λόγω δομές και οι εργαζόμενοι σε αυτές έρχονται να καλύψουν το κενό.
Ετσι λοιπόν οι εργαζόμενοι καλούνται να χειριστούν πληθώρα περιστατικών, τα οποία σαφώς και δεν περιορίζονται μόνο σε άτομα τρίτης ηλικίας και ΑμεΑ, αλλά ψυχικά πάσχοντες, άτομα σε χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, ασθενείς με νεοπλασίες και συνήθως στο τελικό στάδιο, οικογένειες με ανήλικα παιδιά που αντιμετωπίζουν συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού, αστέγους, περιστατικά ασθενών κυρίως νεαρής ηλικίας που βρίσκονται σε άγρυπνο κώμα, κ.ά.
Στις συνθήκες της 10ετούς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, διαφοροποιήθηκε σημαντικά το κοινωνικό προφίλ των ανθρώπων που αναζήτησαν βοήθεια, είτε οι ίδιοι είτε μέσω των Κοινωνικών Υπηρεσιών των νοσηλευτικών ιδρυμάτων στα οποία νοσηλεύτηκαν είτε μέσω του κοινωνικού τους περίγυρου.
Αντίστοιχα την περίοδο έντασης του προσφυγικού – μεταναστευτικού προβλήματος, αναζήτησαν βοήθεια και εντάχθηκαν στη δομή του «Βοήθεια στο Σπίτι» και στις Κοινωνικές Υπηρεσίες πρόσφυγες και μετανάστες, μέσω των ΜΚΟ, με σοβαρά ψυχοκοινωνικά και χρόνια προβλήματα υγείας.
Την περίοδο της πανδημίας υπερδιπλασιάστηκαν οι χρονίως πάσχοντες και όσοι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες που απευθύνθηκαν στις εν λόγω δομές, όπως και αρκετά περιστατικά, με σοβαρά χρόνια νοσήματα, που λόγω της αδυναμίας πρόσβασης στα δημόσια νοσοκομεία έφταναν να αναζητούν βοήθεια ένα σκαλί πριν από το θάνατο.
Αντικειμενικά λοιπόν αποδεικνύεται πως η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και αντιφάσεων, που συνοδεύει κάθε περίοδο κρίσης, έχει άμεση αντανάκλαση στο περιεχόμενο και στο αντικείμενο εργασίας στις εν λόγω κοινωνικο-προνοιακές δομές.
Πόσο έτοιμες, λοιπόν, μπορεί να είναι οι δομές αυτές προκειμένου να χειριστούν την ποικιλότητα και συνθετότητα των περιστατικών, τόσο σε ό,τι αφορά τις τεράστιες ελλείψεις προσωπικού, υλικοτεχνικής υποδομής, εκπαίδευσης και επιμόρφωσης του προσωπικού, εφόσον καλείται να χειριστεί πληθώρα σύνθετων και πολλές φορές ιδιαίτερα επιβαρυμένων περιστατικών; Με εργαζόμενους, εδώ και πάνω από 20 χρόνια, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, σε καθεστώς εργασιακής ομηρίας, έρμαια των διαθέσεων και των βουλών των εκάστοτε δημοτικών αρχών, οι οποίες πατώντας στην ανυπαρξία ενός κεντρικού κανονισμού λειτουργίας, χωρίς κανέναν σεβασμό, παρεμβαίνουν για λόγους ψηφοθηρίας και εξαγοράς συνειδήσεων.
Μπαλώματα εν μέσω πανδημίας
Η περίοδος της πανδημίας έφερε στην επιφάνεια τις τραγικές ελλείψεις και την απόλυτη γύμνια όχι μόνο του δημόσιου συστήματος Υγείας, αλλά και των προνοιακών δομών των δήμων, όπως το «Βοήθεια στο Σπίτι». Η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να καλύψει αυτά τα κενά μετέφερε με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου στις Κοινωνικές Υπηρεσίες το προσωπικό των υπηρεσιών που ήταν σε αναστολή λειτουργίας (ΚΑΠΗ, δημοτικοί βρεφονηπιακοί σταθμοί, ΚΔΑΠ), χωρίς όμως επί της ουσίας να δοθεί ουσιαστική λύση. Το μεταφερόμενο προσωπικό, δικαιολογημένα δεν διέθετε την επιστημονική γνώση και εξειδίκευση που απαιτούνταν. Σε αρκετές περιπτώσεις επίσης αξιοποιήθηκαν δίκτυα εθελοντικών ομάδων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα τεράστια κενά από τις ελλείψεις προσωπικού.
Παρά τις συνεχείς εγκυκλίους των υπουργείων Εσωτερικών και Υγείας, σε καμία από αυτές δεν προβλέφθηκε, με ευθύνη της κυβέρνησης και των αρμόδιων υπουργείων, η θεσμοθέτηση της διασύνδεσης των δομών Κοινωνικής Πρόνοιας των δήμων με τις δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ώστε να καλύπτονται χωρίς καθυστερήσεις οι αυξημένες ανάγκες των ανθρώπων και μάλιστα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο. Η όποια προτεραιότητα δινόταν στους επαγγελματίες Υγείας, στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ και στις δομές ΠΦΥ στηριζόταν στη συναδελφικότητα και την αλληλεγγύη.
Δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη και έγκαιρη ενημέρωση των επαγγελματιών σχετικά με τα πρωτόκολλα που θα έπρεπε να εφαρμόζονται για τον περιορισμό της διασποράς της νόσου, την προστασία των ευπαθών ομάδων και των ίδιων των εργαζομένων.
Το Συνδικάτο ΟΤΑ Αττικής, σε συνεργασία με τους υγειονομικούς, καθόρισε άμεσα ένα πλάνο τήρησης μέτρων πρόληψης με τα απαιτούμενα Μέσα Ατομικής Προστασίας, η εξασφάλιση των οποίων ποικίλλει, ανάλογα με τις διαθέσεις της εκάστοτε δημοτικής αρχής. Οι τεράστιες ελλείψεις προσωπικού είχαν ως αποτέλεσμα πολλές φορές δύο νοσηλευτές να καλούνται να καλύψουν τις ανάγκες νοσηλείας των κατοίκων ακόμη και ενός ολόκληρου καλλικρατικού δήμου.
Η ανάγκη περιορισμού των ημερών νοσηλείας στα δημόσια νοσοκομεία, για την εξοικονόμηση κρεβατιών για ασθενείς με Covid-19, οδήγησε σε μια εκρηκτική κατάσταση, να καλείται το νοσηλευτικό προσωπικό του «Βοήθεια στο Σπίτι» να χειριστεί, για παράδειγμα, σοβαρά περιστατικά με γάγγραινα που χρήζουν άμεσης χειρουργικής αντιμετώπισης, σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, χωρίς ιατρική παρακολούθηση για την εκτίμηση της πορείας της νόσου και χωρίς την ύπαρξη της απαιτούμενης υλικοτεχνικής υποδομής, για την προστασία των ασθενών και των εργαζομένων. Αλλεπάλληλα επίσης ήταν τα περιστατικά ασθενών με νεοπλασματικές ασθένειες, όπου λόγω της αδυναμίας προσέγγισης των δημόσιων δομών Υγείας παρατηρήθηκε σοβαρή επιδείνωση της υγείας τους.
Με όπλο την πείρα μας στη συλλογική πάλη και διεκδίκηση
Οι εργαζόμενοι στις Κοινωνικές Υπηρεσίες των δήμων και ιδιαίτερα στο πρόγραμμα «Βοήθεια Στο Σπίτι» έχουν αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια μια τεράστια, συσσωρευμένη επαγγελματική εμπειρία, σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα και μια αντίστοιχη πολιτική πείρα για την ευκαιριακή και πρόσκαιρη αντιμετώπιση των υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας από το κεντρικό κράτος και την Τοπική Διοίκηση, με βάση τη σχέση κόστους – οφέλους, στο πλαίσιο ενός εμπορευματοποιημένου συστήματος Υγείας και Πρόνοιας.
Οι εργαζόμενοι, με βαθιά πίστη στη δύναμή τους, η οποία απορρέει από το δίκιο τους, μετά από 2 δεκαετίες εργασιακής ομηρίας, και την πολύτιμη πείρα που έχουν αποκτήσει θα πρέπει αταλάντευτα και συλλογικά να παλέψουν για:
-Τη μονιμοποίηση όλων των εργαζομένων χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
-Εδώ και τώρα ενίσχυση των Κοινωνικών Υπηρεσιών και του «Βοήθεια στο Σπίτι» με προσλήψεις προσωπικού, αφού η προκήρυξη που είναι ήδη σε εξέλιξη στην ουσία παγιώνει τις ελλείψεις που προϋπήρχαν και οι θέσεις που προκηρύσσονται είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες.
-Να προκηρυχθούν θέσεις γιατρών, ψυχολόγων και φυσικοθεραπευτών.
-Αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν σύστημα παροχής υπηρεσιών Πρόνοιας, ενταγμένο στο δημόσιο σύστημα Υγείας, στο πλαίσιο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
-Να ενταχθούν στα Βαρέα – Ανθυγιεινά Επαγγέλματα οι ειδικότητες όλων των εργαζομένων που απασχολούνται στο «Βοήθεια στο Σπίτι».
-Να διασφαλιστούν όλοι οι ενδεδειγμένοι όροι που η επιστημονική κοινότητα έχει υποδείξει για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στο «Βοήθεια στο Σπίτι». Πλήρης εξοπλισμός με τα προβλεπόμενα είδη απολύμανσης και προφύλαξης, παρεχόμενα δωρεάν από το κράτος.
-Να νομοθετηθεί κανονισμός λειτουργίας με τον οποίο θα καθορίζονται το είδος και η βαρύτητα των περιστατικών, όπως επίσης θα οριοθετούνται τα καθήκοντα των εργαζομένων ανάλογα με την ειδικότητά τους.
-Να καταργηθούν άμεσα οι ΠΝΠ οι οποίες περιέχουν αντιδραστικές διατάξεις και ειδικότερα σε σχέση με την ανάθεση συναφών καθηκόντων και την εργασία τα Σαββατοκύριακα. 5ήμερη απασχόληση, σύμφωνα με τις αποφάσεις των δημοτικών αρχών.
*Πρόεδρος Σωματείου Εργαζομένων στο δήμο Αγίων Αναργύρων – Καματερού και Γραμματέας του Δ.Σ. του κλαδικού Συνδικάτου των εργαζομένων στους ΟΤΑ στην Αττική
Μοιραστείτε: