«Κύριε Υπουργέ,
Σε εφαρμογή της Π.Ν.Π. (ΦΕΚ 55/Τ.Α/11-3-2020) αποστείλατε την υπ΄ αριθμ. 23 εγκύκλιο με θέμα: «Ενίσχυση δημοτικών δομών κοινωνικής πολιτικής και αλληλεγγύης – Απασχόληση προσωπικού ΟΤΑ και νομικών προσώπων αυτών κατά τη διάρκεια λήψης μέτρων αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης του Κορωνοϊού – COVID 19».
Μεταξύ των άλλων, στην παράγραφο 5, γίνεται αναφορά στην απασχόληση των καθαριστριών σχολικών μονάδων κατά το χρονικό διάστημα που αυτές δεν λειτουργούν.
Επίσης, αναφέρεται ότι «τα αντίστοιχα θα ισχύουν στο πλαίσιο της ίσης αντιμετώπισης απασχολουμένων στα ίδια καθήκοντα που απασχολούνται με σύμβαση μίσθωσης έργου».
Για τις εργαζόμενες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) υπενθυμίζεται πως με βάση την διάταξη του άρθρου 49 παρ. 11 του ν. 3543/2011, απασχολούνται στον καθαρισμό υπηρεσιών του οικείου δήμου καθώς και των Ν.Π.Δ.Δ αυτού.
Πρόκειται για εργαζόμενες που απασχολούνται για 10 μήνες ετησίως (όσο διαρκεί η σχολική περίοδος) και αμείβονται με μέσο όρο 200-400€ μηνιαίως, ανάλογα με τον αριθμό χρεωμένων σχολικών αιθουσών στην σύμβαση τους, με το χρόνο εργασίας να συναρτάται με τον αριθμό χρεωμένων αιθουσών, με ώρα έναρξης της εργασίας τις μεσημεριανές και απογευματινές ώρες (μετά τη λήξη του σχολικού ωραρίου), που σημαίνει ότι ήδη πολλές από αυτές συμπληρώνουν το ισχνό εισόδημα τους με συμπληρωματική ενασχόληση αλλού το πρωί και άρα ποιο θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει αυτή την ανατροπή στην ζωή και την εργασία τους και φυσικά είναι γνωστό σε εσάς ότι ακριβώς λόγω της «εργολαβικής» τους σχέσης εργασίας, που συντηρείται διαδοχικά από τις κυβερνήσεις, αυτές οι εργαζόμενες δεν έχουν άλλα δικαιώματα, π.χ. αναρρωτική άδεια αν αρρωστήσουν, επίδομα αδείας, κύησης, δεν δικαιούνται ούτε την άδεια ειδικού σκοπού που ισχύει για τους υπόλοιπους εργαζόμενους σε αυτή την φάση.
Η συγκεκριμένη παρέμβαση στο όνομα μίας δήθεν ίσης αντιμετώπισής τους, επηρεάζει αρνητικά τις εργαζόμενες με σύμβαση μίσθωσης έργου, αφού τους αναθέτει καθήκοντα και υποχρεώσεις που δεν προβλέπονται νομοθετικά ούτε δικαιολογούνται ηθικά. Συνιστά βλαπτική μεταβολή των εργασιακών σχέσεών τους, όπως περιγράφονται και στις ισχύουσες συμβάσεις που έχουν με τα Ν.Π.Δ.Δ, τις σχολικές επιτροπές.
Επιπρόσθετα, μας ανησυχεί το γεγονός πως τυχόν μετακίνησή τους σε νέο εργασιακό χώρο θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα και νέους κινδύνους για την προσωπική τους υγεία από ότι επιδιώκεται να λύσει, αφού είναι απαραίτητος ο αναγκαίος χρόνος προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες που προκύπτουν στην απασχόλησή τους.
Επίσης, οι συγκεκριμένες εργαζόμενες, που αποτελούν τα 2/3 των καθαριστριών σχολικών μονάδων του Δήμου μας, είναι εντελώς απαραίτητες για την επιμελή καθαριότητα των σχολικών κτιρίων, όπου εκτελούνται ειδικές εκπαιδευτικές και διάφορες επισκευαστικές εργασίες, παρά την γενική αναστολή της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Για όλα τα παραπάνω σας ενημερώνουμε πως είναι ανέφικτη η υλοποίηση της παραγράφου 5 της εγκυκλίου σας, δεν προτιθέμεθα να την εφαρμόσουμε και αιτούμαστε την άμεση παρέμβαση σας για την διόρθωση της.
Ο Δήμος μας έχει πάρει όλα τα κατάλληλα μέτρα, σε συνεργασία με τους συνδικαλιστικούς φορείς των εργαζομένων, για την εφαρμογή όλων των απαραίτητων μέτρων προστασίας της υγείας τους, καθώς επίσης και για την απασχόληση – αξιοποίηση των καθαριστριών σχολικών μονάδων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στα υπόλοιπα δημοτικά κτίρια.
Ταυτόχρονα, επανερχόμαστε με τις πάγιες διεκδικήσεις του Δήμου μας για τις σχολικές καθαρίστριες, καθώς στο Δήμο μας λειτουργούν 264 σχολικές μονάδες, όπου φοιτούν 30.000 μαθητές και μαθήτριες και στον εξαιρετικά ευαίσθητο τομέα της υγιεινής – καθαριότητας των σχολικών αυτών μονάδων, απασχολούνται 248 καθαριστές/καθαρίστριες. Οι 176 από αυτούς απασχολούνται με το απάνθρωπο καθεστώς της σύμβασης ανά αίθουσα διδασκαλίας και θεωρούνται υπεργολάβοι. Η σχέση εργασίας τους ισχύει για δέκα (10) μήνες ετησίως και αμείβονται με 300€ κατά μέσο όρο μηνιαίως.
Με αυτή την εργασιακή σχέση, τα σχολεία δεν έχουν καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του σχολείου καθαρίστρια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Θεωρούμε ότι είναι άδικο να συνεχίζεται αυτού του είδους η σύμβαση. Πιστεύουμε ότι η κυβέρνησή σας πρέπει να κατανοήσει τόσο τις ανάγκες των εργαζομένων, όσο και την ανάγκη σωστής λειτουργίας των σχολείων και να μονιμοποιηθούν οι εργαζόμενοι με πλήρη μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Παράλληλα, απαιτείται η κάλυψη της μισθοδοσίας τους με γενναία αύξηση της χρηματοδότησης των Δήμων και των σχολικών επιτροπών».